διακεντώ

διακεντώ
(AM διακεντῶ, -έω) [κεντώ]
1. κεντώ κάτι πέρα ώς πέρα, διατρυπώ
2. στολίζω με κεντήματα, πλουμίζω
αρχ.
ενεργώ παρακέντηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδιακέντητος — και αδιακέντιστος, η, ο [διακεντώ, διακεντίζω] αυτός που δεν έχει κεντηθεί, δεν έχει κοσμηθεί με κεντήματα, δεν έχει διατρυπηθεί …   Dictionary of Greek

  • διακέντησις — διακέντησις, η (Α) [διακεντώ] διατρύπηση από τη μια άκρη ως την άλλη …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • προδιακεντώ — έω, Α (σχετικά με εγκεντρισμό σε φυτά) τρυπώ από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διακεντῶ «κεντώ, διατρυπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”